- ὑδρεύειν
- ὑδρεύωdraw fetchpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υδρεύω — ὑδρεύω, ΝΜΑ (κυρίως μεσ.) υδρεύομαι προμηθεύομαι νερό για τις ανάγκες μου, εφοδιάζομαι με νερό αρχ. ενεργ. 1. αντλώ ή κουβαλώ, μεταφέρω νερό («κούρῃ δὲ ξύμβλητο πρὸ ἄστεος ὑδρευούσῇ», Ομ. Οδ.) 2. αρδεύω, ποτίζω («δεῑ δ ὑδρεύειν εὖ μάλα κατὰ τῆς… … Dictionary of Greek